περπατητής

περπατητής
ο
1. πεζοπόρος.
2. αυτός που κάνει περίπατο: Κάθε Κυριακή βλέπει κανείς στην παραλία πολλούς περπατητές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περπατητής — ο, Ν βλ. περιπατητής …   Dictionary of Greek

  • περιπατητής — ο, ΝΜ και περπατητής, θηλ. περιπατήτρια, Ν [περιπατώ / περπατώ] αυτός που κάνει περίπατο για ξεκούραση και αναψυχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”